Αρμόδιος διεκπεραίωσης
Αρμόδια υπηρεσία
Τρόπος Υλοποίησης
Έλεγχος
Περιγραφή
Οι αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες των Περιφερειών πραγματοποιούν ελέγχους είτε επιτόπιους, είτε διοικητικούς για προμηθευτές, οι οποίοι έχουν την έδρα τους στα διοικητικά όρια της οικείας Περιφέρειας για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής τους με τη νομοθεσία αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή που παρατίθενται στο Παράρτημα και την επιβολή των εκεί προβλεπόμενων κυρώσεων από τον Περιφερειάρχη.
Οι έλεγχοι πραγματοποιούνται είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν καταγγελίας καταναλωτή. Η Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή, εφόσον έχει ήδη ξεκινήσει έλεγχο ή αποφασίζει
και η ίδια να διενεργήσει έλεγχο κατά προμηθευτή για τον οποίο έχει ξεκινήσει διαδικασία ελέγχου η αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία της οικείας Περιφέρειας, ενημερώνει σχετικά την τελευταία. Στην περίπτωση αυτή η υπηρεσία της Περιφέρειας σταματά κάθε περαιτέρω διαδικασία και αποστέλλει χωρίς καθυστέρηση τον σχετικό φάκελο στην Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή.
Σημειώσεις
Τα όργανα των αρμοδίων ελεγκτικών υπηρεσιών (ελεγκτές) των Περιφερειών διαθέτουν τις εξουσίες έρευνας που προβλέπονται στο άρθρο 13γ του ν.2251/1994. Κατά την έναρξη του ελέγχου, οι ελεγκτές:
α) επιδεικνύουν τα έγγραφα ταυτοποίησής τους ως εντεταλμένοι των αρμόδιων ελεγκτικών υπηρεσιών των Περιφερειών, την εντολή ελέγχου ή άλλα διοικητικά έγγραφα που αποδεικνύουν την σχετική εντολή διεξαγωγής ελέγχου. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία η διεξαγωγή ελέγχου χωρίς την αποκάλυψη των στοιχείων των ελεγκτών, σύμφωνα με την περ. στ) της παρ. 1 του άρθρου 13γ του ν.2251/1994, και β) ενημερώνουν τον ελεγχόμενο για τα κύρια σημεία του ελέγχου.
Οι ελεγκτές δύνανται, σε οποιοδήποτε στάδιο του ελέγχου, να ζητήσουν από τον ελεγχόμενο φορέα τις απόψεις του και οποιεσδήποτε πληροφορίες ή στοιχεία αφορούν την καταγγελλόμενη ή ερευνώμενη συμπεριφορά, ιδίως δε να ζητήσουν στοιχεία, τα οποία θα τος υποβοηθήσουν:
α) στον εντοπισμό της έκτασης του κινδύνου από την ελεγχόμενη παράβαση,
β) την τυχόν εξακολούθησή της,
γ) την ύπαρξη ζημίας καθώς και την έκταση αυτής,
δ) τον αριθμό των θιγομένων καταναλωτών,
ε) το ύψος κέρδους/οφέλους από την παράβαση,
στ) το μέγεθος ή τον κύκλο εργασιών της ελεγχόμενης επιχείρησης ή ερωτήματα στον προμηθευτή αν έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει μέτρα παύσης της ελεγχόμενης συμπεριφοράς, περιορισμού των συνεπειών της ή και αποκατάστασης της φερόμενης ζημίας των καταναλωτών. Ο ελεγχόμενος οφείλει να παρέχει τα ευρισκόμενα στην κατοχή του στοιχεία και πληροφορίες που είναι αναγκαία για την άσκηση των ελεγκτικών τους αρμοδιοτήτων, μη δικαιούμενος να επικαλεσθεί το τραπεζικό ή άλλο απόρρητο.
Ο ελεγχόμενος θέτει στη διάθεση των ελεγκτών τα στοιχεία που σχετίζονται με το αντικείμενο του ελέγχου και παρέχει γραπτή ή προφορική εξήγηση για τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο.
Οι έλεγχοι διενεργούνται κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες του ελεγχόμενου εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι που σχετίζονται με το σκοπό του ελέγχου, τα ειδικά χαρακτηριστικά του ελεγχόμενου ή την επικινδυνότητα των προϊόντων που ο ελεγχόμενος κατέχει ή διαθέτει στους καταναλωτές. Ο ελεγχόμενος διευκολύνει τους ελεγκτές στο έργο τους παρέχοντας, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, όλα τα ζητηθέντα στοιχεία.
Οι επιτόπιοι έλεγχοι από τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες των Περιφερειών διενεργούνται: α) με την συγκρότηση κλιμακίων ελέγχου με σχετική εντολή διεξαγωγής ελέγχου. Τα κλιμάκια ελέγχου των υπηρεσιών των Περιφερειών αποτελούνται τουλάχιστον από δύο (2) υπαλλήλους. Εφόσον κρίνεται απαραίτητο από την Γενική Διεύθυνση Αγοράς και Προστασίας Καταναλωτή δύνανται να συνοδεύονται και από υπάλληλο της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς και Προστασίας Καταναλωτή. β) με «ΕΝΤΟΛΗ ΕΛΕΓΧΟΥ», του Παραρτήματος 2 της σχετικής ΥΑ, στην οποία μνημονεύονται τα στοιχεία των ελεγκτών, ο χώρος άσκησης του ελέγχου και η ημερομηνία της εν λόγω εντολής, και γ) με τη χρήση του φύλλου ελέγχου «ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ» του Παραρτήματος 3 της σχετικής ΥΑ, στην οποία αναγράφονται:
i. τα στοιχεία της ταυτότητας του προμηθευτή,
ii. ο χρόνος πραγματοποίησης του ελέγχου, και
iii. συνοπτική περιγραφή της πιθανολογούμενης παράβασης.
Το όργανο ελέγχου συμπληρώνει, εις τριπλούν, την «ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ», της περ. γ) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Η έκθεση ελέγχου για τη βεβαίωση της παράβασης,
υπογράφεται από το όργανο ελέγχου και τον παραβάτη προμηθευτή και αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο του διοικητικού φακέλου για την επιβολή της διοικητικής
κύρωσης. Αν ο ελεγχόμενος προμηθευτής αρνείται να υπογράψει την έκθεση ελέγχου, γίνεται σχετική μνεία από το ελεγκτικό όργανο επί της έκθεσης.
Κατά τη διενέργεια του ελέγχου, οι ελεγκτές:
α) έχουν ελεύθερη πρόσβαση, κατά περίπτωση και εφόσον σχετίζεται με το αντικείμενο ελέγχου, στα κτίρια, εγκαταστάσεις, γραφεία, εξοπλισμό, προϊόντα, βιβλία, έγγραφα, και άλλα στοιχεία του ελεγχόμενου,
β) έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την διεξαγωγή του ελέγχου, σε έλεγχο των βιβλίων και των εγγράφων του οικονομικού φορέα και σε χορήγηση αντιγράφων,
γ) λαμβάνουν γραπτές εξηγήσεις από τον ελεγχόμενο ή το νόμιμο εκπρόσωπό του,
δ) λαμβάνουν δείγματα των ελεγχόμενων προϊόντων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία.
ε) λαμβάνουν φωτογραφίες, βίντεο ή άλλο αποδεικτικό υλικό για την τεκμηρίωση παραβάσεων που διαπιστώνουν.
Στο πλαίσιο των ελέγχων, οι ελεγκτές δύνανται να λαμβάνουν άνευ ανταλλάγματος δείγματα από όλα τα ελεγχόμενα προϊόντα.
Οι ελεγχόμενοι υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση να παρέχουν συνδρομή στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κατά την εκτέλεση του έργου τους, ήτοι να δέχονται τον έλεγχο στον χώρο επαγγελματικής δραστηριότητας, στον επαγγελματικό χώρο που τηρούνται τα έγγραφα, παραστατικά στοιχεία, και να παρέχουν τα αληθή στοιχεία που τους ζητούνται.
Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι που διενεργούν τον έλεγχο διαπιστώσουν ενδείξεις τέλεσης παράβασης, για την οποία δεν έχουν αρμοδιότητα επιβολής κύρωσης, ενημερώνουν προς τούτο αμέσως τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές.